- σοροπηγός
- σορο-πηγός, ὁ, ([etym.] πήγνυμι)A coffin-maker, Ar.Nu.846, AP11.122 (Callicter?), 123 (Hedyl.):— [suff] σορο-πήγιον, τό, his workshop, Poll.7.160.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σοροπηγός — coffin maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοροπηγός — ὁ, Α κατασκευαστής φερέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
σοροπηγοῖς — σοροπηγός coffin maker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοροπηγοί — σοροπηγός coffin maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοροπηγούς — σοροπηγός coffin maker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοροπηγόν — σοροπηγός coffin maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod … Hofmann J. Lexicon universale
αρματοπηγός — ἁρματοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)] … Dictionary of Greek
σοροεργός — όν, Α σοροπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] … Dictionary of Greek
σοροπήγιον — τὸ, Α [σοροπηγός] το εργαστήριο τού σοροπηγού … Dictionary of Greek
σοροπηγώ — έω, Α [σοροπηγός] κατασκευάζω φέρετρα … Dictionary of Greek